ιερής — ἱερής, ὁ (ΑΜ) ο ιερέας. [ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται για υστερογενή αρκαδικό τ. αντί ιερεύς*] … Dictionary of Greek
-ιέρης — κατάληξη αρσενικών ουσιαστικών ιταλικής προελεύσεως πρβλ. γκαραζιέρης, γκρουπιέρης, γονδολιέρης, καμαριέρης, καμηλιέρης, κανονιέρης, καροτσιέρης, λαντζιέρης, λαουτιέρης, μαουνιέρης, μπαγκιέρης, μπιραριέρης, μπουρλοτιέρης, πορτιέρης, σκουνιέρης,… … Dictionary of Greek
Ἱερῆς — Ἱερή fem gen sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἱερῆς — ἱερά serpent fem gen sg (epic ionic) ἱεράζω serve as priest fut ind act 2nd sg (doric) ἱερεύς priest masc nom pl ἱερεύς priest masc nom/voc pl ἱερή fem gen sg (epic ionic) ἱερός filled with fem gen sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ἱερῇς — Ἱερή fem dat pl (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κολαουζιέρης — ο (σε σπογγαλιευτικό πλοίο) ο ναύτης που στέκεται στο πρωραίο κατάστρωμα και επικοινωνεί διά μέσου τού κολαούζου με τον δύτη ο οποίος έχει καταδυθεί. [ΕΤΥΜΟΛ. < κολαούζος, με τη σημ. 4. + κατάλ. ιέρης (< ιταλ. iere), πρβλ. κοινον ιέρης,… … Dictionary of Greek
λαουτιέρης — και λαουτάρης, ο αυτός που παίζει λαούτο. [ΕΤΥΜΟΛ. < λαούτο + κατάλ. ιέρης, (πρβλ. καμηλ ιέρης, τιμον ιέρης)] … Dictionary of Greek
μπουρλοτιέρης — ο 1. αυτός που διευθύνει μπουρλότο, ο πυρπολητής 2. (κατ επέκτ.) εμπρηστής 3. μτφ. άνθρωπος ριψοκίνδυνος, που διακινδυνεύει τα πάντα. [ΕΤΥΜΟΛ. < μπουρλότο + κατάλ. ιέρης < ιταλ. κατάλ. iere (πρβλ. κανον ιέρης, τιμον ιέρης)] … Dictionary of Greek
σκουνιέρης — ο, Ν ο πλοίαρχος σκούνας. [ΕΤΥΜΟΛ. < σκούνα «είδος ιστιοφόρου πλοίου» + κατάλ. ιέρης (πρβλ. γονδολ ιέρης, τιμον ιέρης)] … Dictionary of Greek
μπιραριέρης — ο, θηλ. μπιραριέρα και μπιραριέρισσα ιδιοκτήτης ή υπάλληλος μπιραρίας. [ΕΤΥΜΟΛ. < μπιραρία + κατάλ. ιέρης (πρβλ. γκαραζ ιέρης)] … Dictionary of Greek